↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ολάνοιχτος η ολάνοιχτη το ολάνοιχτο
      γενική του ολάνοιχτου της ολάνοιχτης του ολάνοιχτου
    αιτιατική τον ολάνοιχτο την ολάνοιχτη το ολάνοιχτο
     κλητική ολάνοιχτε ολάνοιχτη ολάνοιχτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ολάνοιχτοι οι ολάνοιχτες τα ολάνοιχτα
      γενική των ολάνοιχτων των ολάνοιχτων των ολάνοιχτων
    αιτιατική τους ολάνοιχτους τις ολάνοιχτες τα ολάνοιχτα
     κλητική ολάνοιχτοι ολάνοιχτες ολάνοιχτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ολάνοιχτος < ολο- + ανοιχτός

  Επίθετο

επεξεργασία

ολάνοιχτος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία