Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ολάνοιχτος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ολάνοιχτ
ος
η
ολάνοιχτ
η
το
ολάνοιχτ
ο
γενική
του
ολάνοιχτ
ου
της
ολάνοιχτ
ης
του
ολάνοιχτ
ου
αιτιατική
τον
ολάνοιχτ
ο
την
ολάνοιχτ
η
το
ολάνοιχτ
ο
κλητική
ολάνοιχτ
ε
ολάνοιχτ
η
ολάνοιχτ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ολάνοιχτ
οι
οι
ολάνοιχτ
ες
τα
ολάνοιχτ
α
γενική
των
ολάνοιχτ
ων
των
ολάνοιχτ
ων
των
ολάνοιχτ
ων
αιτιατική
τους
ολάνοιχτ
ους
τις
ολάνοιχτ
ες
τα
ολάνοιχτ
α
κλητική
ολάνοιχτ
οι
ολάνοιχτ
ες
ολάνοιχτ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ολάνοιχτος
<
ολο-
+
ανοιχτός
Επίθετο
επεξεργασία
ολάνοιχτος, -η, -ο
τελείως
ανοιχτός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ολάνοιχτος
γαλλικά
:
grand
(fr)
ouvert
(fr)
μ'ολάνοιχτα πανιά
γαλλικά
:
voile
(fr)