Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οκαδιάρικος η οκαδιάρικη το οκαδιάρικο
      γενική του οκαδιάρικου της οκαδιάρικης του οκαδιάρικου
    αιτιατική τον οκαδιάρικο την οκαδιάρικη το οκαδιάρικο
     κλητική οκαδιάρικε οκαδιάρικη οκαδιάρικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οκαδιάρικοι οι οκαδιάρικες τα οκαδιάρικα
      γενική των οκαδιάρικων των οκαδιάρικων των οκαδιάρικων
    αιτιατική τους οκαδιάρικους τις οκαδιάρικες τα οκαδιάρικα
     κλητική οκαδιάρικοι οκαδιάρικες οκαδιάρικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

οκαδιάρικος < οκά + -ιάρικος

  Επίθετο επεξεργασία

οκαδιάρικος

  1. που ζυγίζει μια οκά, που έχει το βάρος μιας οκάς
  2. που είναι δυνατόν να χωρέσει ποσότητα ενός υγρού ή στερεού που έχει το βάρος μιας οκάς

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη οκά

  Μεταφράσεις επεξεργασία