οκαδιάρικος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
οκαδιάρικος
- που ζυγίζει μια οκά, που έχει το βάρος μιας οκάς
- που είναι δυνατόν να χωρέσει ποσότητα ενός υγρού ή στερεού που έχει το βάρος μιας οκάς
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη οκά
Μεταφράσεις επεξεργασία
οκαδιάρικος
|