Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
οκαδιάρικος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
οκαδιάρικ
ος
η
οκαδιάρικ
η
το
οκαδιάρικ
ο
γενική
του
οκαδιάρικ
ου
της
οκαδιάρικ
ης
του
οκαδιάρικ
ου
αιτιατική
τον
οκαδιάρικ
ο
την
οκαδιάρικ
η
το
οκαδιάρικ
ο
κλητική
οκαδιάρικ
ε
οκαδιάρικ
η
οκαδιάρικ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
οκαδιάρικ
οι
οι
οκαδιάρικ
ες
τα
οκαδιάρικ
α
γενική
των
οκαδιάρικ
ων
των
οκαδιάρικ
ων
των
οκαδιάρικ
ων
αιτιατική
τους
οκαδιάρικ
ους
τις
οκαδιάρικ
ες
τα
οκαδιάρικ
α
κλητική
οκαδιάρικ
οι
οκαδιάρικ
ες
οκαδιάρικ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
οκαδιάρικος
<
οκά
+
-ιάρικος
Επίθετο
επεξεργασία
οκαδιάρικος
που
ζυγίζει
μια
οκά
, που έχει το
βάρος
μιας
οκάς
που είναι
δυνατόν
να χωρέσει
ποσότητα
ενός υγρού ή στερεού που έχει το
βάρος
μιας
οκάς
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη
λέξη
οκά
Μεταφράσεις
επεξεργασία
οκαδιάρικος