οινοπνευματοποιία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- οινοπνευματοποιία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
οινοπνευματοποιία θηλυκό
- η τέχνη της παρασκευής οινοπνευματωδών ποτών, ποτών από οίνο
Συγγενικά επεξεργασία
- οινόπνευμα
- οινοπνευματοποιείο
- οινοπνευματώδης
- οινοποιείο
- οινοπνευματίαση
- οινοπνευματούχος
- οινοπνευμάτωση
- οινοπνευματικός
- οινοπνευματοποιός
Σύνθετα επεξεργασία
- οινοπαραγωγή
- οινοπαραγωγός
- οινοπνευματομέτρηση
- οινοπνευματομετρητής
- οινοπνευματόμετρο
- οινοβιομηχανία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
οινοπνευματοποιία
|