Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
οινοποιείο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
οινοποιεί
ο
τα
οινοποιεί
α
γενική
του
οινοποιεί
ου
των
οινοποιεί
ων
αιτιατική
το
οινοποιεί
ο
τα
οινοποιεί
α
κλητική
οινοποιεί
ο
οινοποιεί
α
Κατηγορία
όπως «
πεύκο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Το εσωτερικό ενός
οινοποιείου
.
Ετυμολογία
επεξεργασία
οινοποιείο
<
οίν(ος)
+
-ο-
+
-ποιείο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
οινοποιείο
ουδέτερο
η
βιοτεχνία
παραγωγής κρασιού.
Μεταφράσεις
επεξεργασία
οινοποιείο
γαλλικά
:
cave vinicole
(fr)
γερμανικά
:
Weingut
(de)