οινομάγειρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
οινομάγειρος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) που δουλεύει σε οινομαγειρείο ή είναι ιδιοκτήτης του
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
οινομάγειρος
|