οινοπνευματομετρητής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οινοπνευματομετρητής < οινοπνεύματ(ος) + -ο- + -μετρητής
Ουσιαστικό
επεξεργασίαοινοπνευματομετρητής αρσενικό
- όργανο με το οποίο γίνεται οινοπνευματομέτρηση
Μεταφράσεις
επεξεργασία οινοπνευματομετρητής
|