οικότυπος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οικότυπος < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική ecotype < eco- + -type < αρχαία ελληνική οἶκος + τύπος[1] Αναλύεται σε οικό- + -τυπος.
Ουσιαστικό
επεξεργασίαοικότυπος αρσενικό
- (βιολογία) όρος της εξελικτικής οικολογίας για τον τύπο ζωντανών οργανισμών που αναπτύσσονται σε ένα δοσμένο περιβάλλον και παρουσιάζουν σε σύγκριση με όμοια είδη που ζουν υπό άλλες συνθήκες μια διαφοροποίηση στο φαινότυπο, καθώς προσαρμόζονται σε συγκεκριμένες περιβαλλοντικές συνθήκες
Μεταφράσεις
επεξεργασία οικότυπος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)