οικοϋδραυλική
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- οικοϋδραυλική < οικο- + υδραυλική ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική ecohydraulics)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
οικοϋδραυλική θηλυκό
- (οικολογία, τεχνολογία, νεολογισμός) διεπιστημονικός κλάδος μεταξύ οικολογίας και υδραυλικής, που μελετά τις υδραυλικές προϋποθέσεις ή παρεμβάσεις για τη σωστή λειτουργία ενός οικοσυστήματος
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
οικοϋδραυλική