Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οικοϋδρολογία οι οικοϋδρολογίες
      γενική της οικοϋδρολογίας των οικοϋδρολογιών
    αιτιατική την οικοϋδρολογία τις οικοϋδρολογίες
     κλητική οικοϋδρολογία οικοϋδρολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

οικοϋδρολογία < οικο- + υδρολογία ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική ecohydrology)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οικοϋδρολογία θηλυκό

Υπερώνυμα επεξεργασία

υδρολογία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία