Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο οικήτωρ οι οικήτορες
      γενική του οικήτορος των οικητόρων
    αιτιατική τον οικήτορα τους οικήτορες
     κλητική οικήτορ οικήτορες
Δείτε επίσης «οικήτορας» και το αρχαίο «οἰκήτωρ»
Κατηγορία όπως «αυτοκράτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

οικήτωρ < μεσαιωνική ελληνική οικήτωρ < αρχαία ελληνική οἰκήτωρ < οἰκέω < οἶκος < ϝοῖκος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *woyḱos / *wéyḱs

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /iˈci.toɾ/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οικήτωρ αρσενικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία