οικήτωρ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | οικήτωρ | οι | οικήτορες |
γενική | του | οικήτορος | των | οικητόρων |
αιτιατική | τον | οικήτορα | τους | οικήτορες |
κλητική | οικήτορ | οικήτορες | ||
Δείτε επίσης «οικήτορας» και το αρχαίο «οἰκήτωρ» | ||||
Κατηγορία όπως «αυτοκράτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- οικήτωρ < μεσαιωνική ελληνική οικήτωρ < αρχαία ελληνική οἰκήτωρ < οἰκέω < οἶκος < ϝοῖκος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *woyḱos / *wéyḱs
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαοικήτωρ αρσενικό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία οικήτωρ
|