↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οδοντόφωνος η οδοντόφωνη το οδοντόφωνο
      γενική του οδοντόφωνου της οδοντόφωνης του οδοντόφωνου
    αιτιατική τον οδοντόφωνο την οδοντόφωνη το οδοντόφωνο
     κλητική οδοντόφωνε οδοντόφωνη οδοντόφωνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οδοντόφωνοι οι οδοντόφωνες τα οδοντόφωνα
      γενική των οδοντόφωνων των οδοντόφωνων των οδοντόφωνων
    αιτιατική τους οδοντόφωνους τις οδοντόφωνες τα οδοντόφωνα
     κλητική οδοντόφωνοι οδοντόφωνες οδοντόφωνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
οδοντόφωνος < οδοντο- + φωνή

  Επίθετο

επεξεργασία

οδοντόφωνος, -η, -ο

  • που αρθρώνεται με το άγγιγμα της γλώσσας πάνω στα δόντια

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία