οδοντόφωνος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
οδοντόφωνος, -η, -ο
- που αρθρώνεται με το άγγιγμα της γλώσσας πάνω στα δόντια
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
οδοντόφωνος
|
οδοντόφωνος, -η, -ο
|