Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
οδοντόφωνος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
οδοντόφων
ος
η
οδοντόφων
η
το
οδοντόφων
ο
γενική
του
οδοντόφων
ου
της
οδοντόφων
ης
του
οδοντόφων
ου
αιτιατική
τον
οδοντόφων
ο
την
οδοντόφων
η
το
οδοντόφων
ο
κλητική
οδοντόφων
ε
οδοντόφων
η
οδοντόφων
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
οδοντόφων
οι
οι
οδοντόφων
ες
τα
οδοντόφων
α
γενική
των
οδοντόφων
ων
των
οδοντόφων
ων
των
οδοντόφων
ων
αιτιατική
τους
οδοντόφων
ους
τις
οδοντόφων
ες
τα
οδοντόφων
α
κλητική
οδοντόφων
οι
οδοντόφων
ες
οδοντόφων
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
οδοντόφωνος
<
οδοντο-
+
φωνή
Επίθετο
επεξεργασία
οδοντόφωνος, -η, -ο
που αρθρώνεται με το άγγιγμα της γλώσσας πάνω στα
δόντια
Συγγενικά
επεξεργασία
οδοντικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
οδοντόφωνος