ογκωδέστερος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ογκωδέστερος < συγκριτικός βαθμός του ογκώδης, ογκώδ-εσ-τερος
Επίθετο
επεξεργασίαογκωδέστερος, -η, -ο
- πιο ογκώδης
- ※ Τα θέματα των Μαθηματικών χαρακτηρίστηκαν τα δυσκολότερα και ογκωδέστερα όλων των ετών. (εφημερίδα Το Βήμα, 26/5/2013, σελ. Α36)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη όγκος
Μεταφράσεις
επεξεργασία ογκωδέστερος
|