ογκομετρικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ογκομετρικός < ογκομετρ(ία) + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίαογκομετρικός, -ή, -ό
- (γεωμετρία, φυσική, τεχνολογία) σχετικός με τη μέτρηση όγκων, την ογκομετρική / ογκομετρία
- ⮡ ογκομετρικός σωλήνας
Μεταφράσεις
επεξεργασία ογκομετρικός