ογκογονίδιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ογκογονίδιο | τα | ογκογονίδια |
γενική | του | ογκογονίδιου & ογκογονιδίου |
των | ογκογονίδιων & ογκογονιδίων |
αιτιατική | το | ογκογονίδιο | τα | ογκογονίδια |
κλητική | ογκογονίδιο | ογκογονίδια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ογκογονίδιο ουδέτερο