↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξιδιασμένος η ξιδιασμένη το ξιδιασμένο
      γενική του ξιδιασμένου της ξιδιασμένης του ξιδιασμένου
    αιτιατική τον ξιδιασμένο την ξιδιασμένη το ξιδιασμένο
     κλητική ξιδιασμένε ξιδιασμένη ξιδιασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξιδιασμένοι οι ξιδιασμένες τα ξιδιασμένα
      γενική των ξιδιασμένων των ξιδιασμένων των ξιδιασμένων
    αιτιατική τους ξιδιασμένους τις ξιδιασμένες τα ξιδιασμένα
     κλητική ξιδιασμένοι ξιδιασμένες ξιδιασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ξιδιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξιδιάζω

ξιδιασμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία