Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξεχειμασμένος η ξεχειμασμένη το ξεχειμασμένο
      γενική του ξεχειμασμένου της ξεχειμασμένης του ξεχειμασμένου
    αιτιατική τον ξεχειμασμένο την ξεχειμασμένη το ξεχειμασμένο
     κλητική ξεχειμασμένε ξεχειμασμένη ξεχειμασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξεχειμασμένοι οι ξεχειμασμένες τα ξεχειμασμένα
      γενική των ξεχειμασμένων των ξεχειμασμένων των ξεχειμασμένων
    αιτιατική τους ξεχειμασμένους τις ξεχειμασμένες τα ξεχειμασμένα
     κλητική ξεχειμασμένοι ξεχειμασμένες ξεχειμασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεχειμασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξεχειμάζω

  Μετοχή επεξεργασία

ξεχειμασμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία