Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ξεφιτιλισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Μετοχή
1.1.1
Αντώνυμα
1.1.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ξεφιτιλισμέν
ος
η
ξεφιτιλισμέν
η
το
ξεφιτιλισμέν
ο
γενική
του
ξεφιτιλισμέν
ου
της
ξεφιτιλισμέν
ης
του
ξεφιτιλισμέν
ου
αιτιατική
τον
ξεφιτιλισμέν
ο
την
ξεφιτιλισμέν
η
το
ξεφιτιλισμέν
ο
κλητική
ξεφιτιλισμέν
ε
ξεφιτιλισμέν
η
ξεφιτιλισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ξεφιτιλισμέν
οι
οι
ξεφιτιλισμέν
ες
τα
ξεφιτιλισμέν
α
γενική
των
ξεφιτιλισμέν
ων
των
ξεφιτιλισμέν
ων
των
ξεφιτιλισμέν
ων
αιτιατική
τους
ξεφιτιλισμέν
ους
τις
ξεφιτιλισμέν
ες
τα
ξεφιτιλισμέν
α
κλητική
ξεφιτιλισμέν
οι
ξεφιτιλισμέν
ες
ξεφιτιλισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
ξεφιτιλισμένος
(
παρωχημένο
)
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
ξεφιτιλίζω
Αντώνυμα
επεξεργασία
αξεφιτίλιστος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ξεφιτιλισμένος