ξεφανερωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξεφανερωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξεφανερώνω
Μετοχή
επεξεργασίαξεφανερωμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ξεφανερώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξεφανερωμένος
|
ξεφανερωμένος, -η, -ο
|