Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεφανερώνω < ξε- + φανερώνω

  Ρήμα επεξεργασία

ξεφανερώνω

  1. κάνω κάτι φανερό, το εμφανίζω
  2. αποκαλύπτω κάτι
  3. (μεταφορικά) εκμυστηρεύομαι

  Μεταφράσεις επεξεργασία