ξεσκούφωτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξεσκούφωτος < ξεσκουφώνομαι + -τος
Επίθετο
επεξεργασίαξεσκούφωτος
- χωρίς σκουφί
- Πού πας έτσι ξεσκούφωτος μέσα στην παγωνιά, έλα πίσω να βάλεις κάτι στο κεφάλι σου
- (αργκό) χωρίς προφυλακτικό στη σεξουαλική πράξη
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη σκούφια