↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξεσκούφωτος η ξεσκούφωτη το ξεσκούφωτο
      γενική του ξεσκούφωτου της ξεσκούφωτης του ξεσκούφωτου
    αιτιατική τον ξεσκούφωτο την ξεσκούφωτη το ξεσκούφωτο
     κλητική ξεσκούφωτε ξεσκούφωτη ξεσκούφωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξεσκούφωτοι οι ξεσκούφωτες τα ξεσκούφωτα
      γενική των ξεσκούφωτων των ξεσκούφωτων των ξεσκούφωτων
    αιτιατική τους ξεσκούφωτους τις ξεσκούφωτες τα ξεσκούφωτα
     κλητική ξεσκούφωτοι ξεσκούφωτες ξεσκούφωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ξεσκούφωτος < ξεσκουφώνομαι + -τος

  Επίθετο

επεξεργασία

ξεσκούφωτος

  1. χωρίς σκουφί
    Πού πας έτσι ξεσκούφωτος μέσα στην παγωνιά, έλα πίσω να βάλεις κάτι στο κεφάλι σου
  2. (αργκό) χωρίς προφυλακτικό στη σεξουαλική πράξη

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία