Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεσκουφώνομαι < μεσαιωνική ελληνική ξεσκουφώνω < ξε- + σκούφ(ια) + -ώνω

  Ρήμα επεξεργασία

ξεσκουφώνομαι

  1. βγάζω το σκουφί μου επειδή μπαίνω σε σπίτι ή επειδή δεν μου χρειάζεται πια
  2. (μεταφορικά) αποκαλύπτομαι αυτός που είμαι

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία