ξεσκουφώνομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξεσκουφώνομαι < μεσαιωνική ελληνική ξεσκουφώνω < ξε- + σκούφ(ια) + -ώνω
Ρήμα επεξεργασία
ξεσκουφώνομαι
- βγάζω το σκουφί μου επειδή μπαίνω σε σπίτι ή επειδή δεν μου χρειάζεται πια
- (μεταφορικά) αποκαλύπτομαι αυτός που είμαι
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη σκούφια
Κλίση επεξεργασία
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεσκουφώνομαι | ξεσκουφωνόμουν(α) | θα ξεσκουφώνομαι | να ξεσκουφώνομαι | ||
β' ενικ. | ξεσκουφώνεσαι | ξεσκουφωνόσουν(α) | θα ξεσκουφώνεσαι | να ξεσκουφώνεσαι | (ξεσκουφώνου) | |
γ' ενικ. | ξεσκουφώνεται | ξεσκουφωνόταν(ε) | θα ξεσκουφώνεται | να ξεσκουφώνεται | ||
α' πληθ. | ξεσκουφωνόμαστε | ξεσκουφωνόμαστε ξεσκουφωνόμασταν |
θα ξεσκουφωνόμαστε | να ξεσκουφωνόμαστε | ||
β' πληθ. | ξεσκουφώνεστε | ξεσκουφωνόσαστε ξεσκουφωνόσασταν |
θα ξεσκουφώνεστε | να ξεσκουφώνεστε | (ξεσκουφώνεστε) | |
γ' πληθ. | ξεσκουφώνονται | ξεσκουφώνονταν ξεσκουφωνόντουσαν |
θα ξεσκουφώνονται | να ξεσκουφώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεσκουφώθηκα | θα ξεσκουφωθώ | να ξεσκουφωθώ | ξεσκουφωθεί | ||
β' ενικ. | ξεσκουφώθηκες | θα ξεσκουφωθείς | να ξεσκουφωθείς | ξεσκουφώσου | ||
γ' ενικ. | ξεσκουφώθηκε | θα ξεσκουφωθεί | να ξεσκουφωθεί | |||
α' πληθ. | ξεσκουφωθήκαμε | θα ξεσκουφωθούμε | να ξεσκουφωθούμε | |||
β' πληθ. | ξεσκουφωθήκατε | θα ξεσκουφωθείτε | να ξεσκουφωθείτε | ξεσκουφωθείτε | ||
γ' πληθ. | ξεσκουφώθηκαν ξεσκουφωθήκαν(ε) |
θα ξεσκουφωθούν(ε) | να ξεσκουφωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ξεσκουφωθεί | είχα ξεσκουφωθεί | θα έχω ξεσκουφωθεί | να έχω ξεσκουφωθεί | ξεσκουφωμένος | |
β' ενικ. | έχεις ξεσκουφωθεί | είχες ξεσκουφωθεί | θα έχεις ξεσκουφωθεί | να έχεις ξεσκουφωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει ξεσκουφωθεί | είχε ξεσκουφωθεί | θα έχει ξεσκουφωθεί | να έχει ξεσκουφωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεσκουφωθεί | είχαμε ξεσκουφωθεί | θα έχουμε ξεσκουφωθεί | να έχουμε ξεσκουφωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε ξεσκουφωθεί | είχατε ξεσκουφωθεί | θα έχετε ξεσκουφωθεί | να έχετε ξεσκουφωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεσκουφωθεί | είχαν ξεσκουφωθεί | θα έχουν ξεσκουφωθεί | να έχουν ξεσκουφωθεί |
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξεσκουφώνομαι
|