ξεσκουφώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαξεσκουφώνω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεσκουφώνω | ξεσκούφωνα | θα ξεσκουφώνω | να ξεσκουφώνω | ξεσκουφώνοντας | |
β' ενικ. | ξεσκουφώνεις | ξεσκούφωνες | θα ξεσκουφώνεις | να ξεσκουφώνεις | ξεσκούφωνε | |
γ' ενικ. | ξεσκουφώνει | ξεσκούφωνε | θα ξεσκουφώνει | να ξεσκουφώνει | ||
α' πληθ. | ξεσκουφώνουμε | ξεσκουφώναμε | θα ξεσκουφώνουμε | να ξεσκουφώνουμε | ||
β' πληθ. | ξεσκουφώνετε | ξεσκουφώνατε | θα ξεσκουφώνετε | να ξεσκουφώνετε | ξεσκουφώνετε | |
γ' πληθ. | ξεσκουφώνουν(ε) | ξεσκούφωναν ξεσκουφώναν(ε) |
θα ξεσκουφώνουν(ε) | να ξεσκουφώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεσκούφωσα | θα ξεσκουφώσω | να ξεσκουφώσω | ξεσκουφώσει | ||
β' ενικ. | ξεσκούφωσες | θα ξεσκουφώσεις | να ξεσκουφώσεις | ξεσκούφωσε | ||
γ' ενικ. | ξεσκούφωσε | θα ξεσκουφώσει | να ξεσκουφώσει | |||
α' πληθ. | ξεσκουφώσαμε | θα ξεσκουφώσουμε | να ξεσκουφώσουμε | |||
β' πληθ. | ξεσκουφώσατε | θα ξεσκουφώσετε | να ξεσκουφώσετε | ξεσκουφώστε | ||
γ' πληθ. | ξεσκούφωσαν ξεσκουφώσαν(ε) |
θα ξεσκουφώσουν(ε) | να ξεσκουφώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξεσκουφώσει | είχα ξεσκουφώσει | θα έχω ξεσκουφώσει | να έχω ξεσκουφώσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξεσκουφώσει | είχες ξεσκουφώσει | θα έχεις ξεσκουφώσει | να έχεις ξεσκουφώσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξεσκουφώσει | είχε ξεσκουφώσει | θα έχει ξεσκουφώσει | να έχει ξεσκουφώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεσκουφώσει | είχαμε ξεσκουφώσει | θα έχουμε ξεσκουφώσει | να έχουμε ξεσκουφώσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξεσκουφώσει | είχατε ξεσκουφώσει | θα έχετε ξεσκουφώσει | να έχετε ξεσκουφώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεσκουφώσει | είχαν ξεσκουφώσει | θα έχουν ξεσκουφώσει | να έχουν ξεσκουφώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξεσκουφώνω
|