Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξεσκαρταρισμένος η ξεσκαρταρισμένη το ξεσκαρταρισμένο
      γενική του ξεσκαρταρισμένου της ξεσκαρταρισμένης του ξεσκαρταρισμένου
    αιτιατική τον ξεσκαρταρισμένο την ξεσκαρταρισμένη το ξεσκαρταρισμένο
     κλητική ξεσκαρταρισμένε ξεσκαρταρισμένη ξεσκαρταρισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξεσκαρταρισμένοι οι ξεσκαρταρισμένες τα ξεσκαρταρισμένα
      γενική των ξεσκαρταρισμένων των ξεσκαρταρισμένων των ξεσκαρταρισμένων
    αιτιατική τους ξεσκαρταρισμένους τις ξεσκαρταρισμένες τα ξεσκαρταρισμένα
     κλητική ξεσκαρταρισμένοι ξεσκαρταρισμένες ξεσκαρταρισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεσκαρταρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξεσκαρτάρω

  Μετοχή επεξεργασία

ξεσκαρταρισμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία