↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξεροτηγανισμένος η ξεροτηγανισμένη το ξεροτηγανισμένο
      γενική του ξεροτηγανισμένου της ξεροτηγανισμένης του ξεροτηγανισμένου
    αιτιατική τον ξεροτηγανισμένο την ξεροτηγανισμένη το ξεροτηγανισμένο
     κλητική ξεροτηγανισμένε ξεροτηγανισμένη ξεροτηγανισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξεροτηγανισμένοι οι ξεροτηγανισμένες τα ξεροτηγανισμένα
      γενική των ξεροτηγανισμένων των ξεροτηγανισμένων των ξεροτηγανισμένων
    αιτιατική τους ξεροτηγανισμένους τις ξεροτηγανισμένες τα ξεροτηγανισμένα
     κλητική ξεροτηγανισμένοι ξεροτηγανισμένες ξεροτηγανισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ξεροτηγανισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξεροτηγανίζω

ξεροτηγανισμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία