Ετυμολογία

επεξεργασία
ξεροτηγανίζω < ξερός + τηγανίζω

ξεροτηγανίζω

  1. τηγανίζω με λίγο λάδι
  2. (παρωχημένο) ταλαιπωρώ κάποιον, χωρίς να του δίνω αυτό που θέλει, αντίστοιχο του "μου έψησε το ψάρι στα χείλη"

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • (παρωχημένο) σ΄ενα τηγάνι ξεροτηγανιζόμαστ΄ όλοι : αντίστοιχο του "σ΄ ένα καζάνι βράζουμε"

  Μεταφράσεις

επεξεργασία