ξεροτηγανίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαξεροτηγανίζω
- τηγανίζω με λίγο λάδι
- (παρωχημένο) ταλαιπωρώ κάποιον, χωρίς να του δίνω αυτό που θέλει, αντίστοιχο του "μου έψησε το ψάρι στα χείλη"
Εκφράσεις
επεξεργασία- (παρωχημένο) σ΄ενα τηγάνι ξεροτηγανιζόμαστ΄ όλοι : αντίστοιχο του "σ΄ ένα καζάνι βράζουμε"
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεροτηγανίζω | ξεροτηγάνιζα | θα ξεροτηγανίζω | να ξεροτηγανίζω | ξεροτηγανίζοντας | |
β' ενικ. | ξεροτηγανίζεις | ξεροτηγάνιζες | θα ξεροτηγανίζεις | να ξεροτηγανίζεις | ξεροτηγάνιζε | |
γ' ενικ. | ξεροτηγανίζει | ξεροτηγάνιζε | θα ξεροτηγανίζει | να ξεροτηγανίζει | ||
α' πληθ. | ξεροτηγανίζουμε | ξεροτηγανίζαμε | θα ξεροτηγανίζουμε | να ξεροτηγανίζουμε | ||
β' πληθ. | ξεροτηγανίζετε | ξεροτηγανίζατε | θα ξεροτηγανίζετε | να ξεροτηγανίζετε | ξεροτηγανίζετε | |
γ' πληθ. | ξεροτηγανίζουν(ε) | ξεροτηγάνιζαν ξεροτηγανίζαν(ε) |
θα ξεροτηγανίζουν(ε) | να ξεροτηγανίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεροτηγάνισα | θα ξεροτηγανίσω | να ξεροτηγανίσω | ξεροτηγανίσει | ||
β' ενικ. | ξεροτηγάνισες | θα ξεροτηγανίσεις | να ξεροτηγανίσεις | ξεροτηγάνισε | ||
γ' ενικ. | ξεροτηγάνισε | θα ξεροτηγανίσει | να ξεροτηγανίσει | |||
α' πληθ. | ξεροτηγανίσαμε | θα ξεροτηγανίσουμε | να ξεροτηγανίσουμε | |||
β' πληθ. | ξεροτηγανίσατε | θα ξεροτηγανίσετε | να ξεροτηγανίσετε | ξεροτηγανίστε | ||
γ' πληθ. | ξεροτηγάνισαν ξεροτηγανίσαν(ε) |
θα ξεροτηγανίσουν(ε) | να ξεροτηγανίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξεροτηγανίσει | είχα ξεροτηγανίσει | θα έχω ξεροτηγανίσει | να έχω ξεροτηγανίσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξεροτηγανίσει | είχες ξεροτηγανίσει | θα έχεις ξεροτηγανίσει | να έχεις ξεροτηγανίσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξεροτηγανίσει | είχε ξεροτηγανίσει | θα έχει ξεροτηγανίσει | να έχει ξεροτηγανίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεροτηγανίσει | είχαμε ξεροτηγανίσει | θα έχουμε ξεροτηγανίσει | να έχουμε ξεροτηγανίσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξεροτηγανίσει | είχατε ξεροτηγανίσει | θα έχετε ξεροτηγανίσει | να έχετε ξεροτηγανίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεροτηγανίσει | είχαν ξεροτηγανίσει | θα έχουν ξεροτηγανίσει | να έχουν ξεροτηγανίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξεροτηγανίζω
|