Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεροτηγανίζω < ξερός + τηγανίζω

  Ρήμα επεξεργασία

ξεροτηγανίζω

  1. τηγανίζω με λίγο λάδι
  2. (παρωχημένο) ταλαιπωρώ κάποιον, χωρίς να του δίνω αυτό που θέλει, αντίστοιχο του "μου έψησε το ψάρι στα χείλη"

Εκφράσεις επεξεργασία

  • (παρωχημένο) σ΄ενα τηγάνι ξεροτηγανιζόμαστ΄ όλοι : αντίστοιχο του "σ΄ ένα καζάνι βράζουμε"

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία