↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξεποδαριασμένος η ξεποδαριασμένη το ξεποδαριασμένο
      γενική του ξεποδαριασμένου της ξεποδαριασμένης του ξεποδαριασμένου
    αιτιατική τον ξεποδαριασμένο την ξεποδαριασμένη το ξεποδαριασμένο
     κλητική ξεποδαριασμένε ξεποδαριασμένη ξεποδαριασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξεποδαριασμένοι οι ξεποδαριασμένες τα ξεποδαριασμένα
      γενική των ξεποδαριασμένων των ξεποδαριασμένων των ξεποδαριασμένων
    αιτιατική τους ξεποδαριασμένους τις ξεποδαριασμένες τα ξεποδαριασμένα
     κλητική ξεποδαριασμένοι ξεποδαριασμένες ξεποδαριασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ξεποδαριασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξεποδαριάζω, ξεποδαριάζομαι

ξεποδαριασμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία