↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξεπλεγμένος η ξεπλεγμένη το ξεπλεγμένο
      γενική του ξεπλεγμένου της ξεπλεγμένης του ξεπλεγμένου
    αιτιατική τον ξεπλεγμένο την ξεπλεγμένη το ξεπλεγμένο
     κλητική ξεπλεγμένε ξεπλεγμένη ξεπλεγμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξεπλεγμένοι οι ξεπλεγμένες τα ξεπλεγμένα
      γενική των ξεπλεγμένων των ξεπλεγμένων των ξεπλεγμένων
    αιτιατική τους ξεπλεγμένους τις ξεπλεγμένες τα ξεπλεγμένα
     κλητική ξεπλεγμένοι ξεπλεγμένες ξεπλεγμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ξεπλεγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξεπλέκω

ξεπλεγμένος, -η, -ο

  1. ο ξέπλεκος
  2. → δείτε τη λέξη ξεπλέκω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία