ξεπλέκω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξεπλέκω < μεσαιωνική ελληνική ξεπλέκω < ξε και αρχαία ελληνική πλέκω
Ρήμα
επεξεργασίαξεπλέκω
- ξηλώνω, αναλύω ένα πλεκτό στην πρώτη του ύλη, χαλάω το πλέξιμο για να το ξαναπλέξω καλύτερα ή για να χρησιμοποιήσω αλλού το μαλλί
- λύνω τις πλεξούδες των μαλλιών μου ή γενικά τα αφήνω ελεύθερα
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεπλέκω | ξέπλεκα | θα ξεπλέκω | να ξεπλέκω | ξεπλέκοντας | |
β' ενικ. | ξεπλέκεις | ξέπλεκες | θα ξεπλέκεις | να ξεπλέκεις | ξέπλεκε | |
γ' ενικ. | ξεπλέκει | ξέπλεκε | θα ξεπλέκει | να ξεπλέκει | ||
α' πληθ. | ξεπλέκουμε | ξεπλέκαμε | θα ξεπλέκουμε | να ξεπλέκουμε | ||
β' πληθ. | ξεπλέκετε | ξεπλέκατε | θα ξεπλέκετε | να ξεπλέκετε | ξεπλέκετε | |
γ' πληθ. | ξεπλέκουν(ε) | ξέπλεκαν ξεπλέκαν(ε) |
θα ξεπλέκουν(ε) | να ξεπλέκουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξέπλεξα | θα ξεπλέξω | να ξεπλέξω | ξεπλέξει | ||
β' ενικ. | ξέπλεξες | θα ξεπλέξεις | να ξεπλέξεις | ξέπλεξε | ||
γ' ενικ. | ξέπλεξε | θα ξεπλέξει | να ξεπλέξει | |||
α' πληθ. | ξεπλέξαμε | θα ξεπλέξουμε | να ξεπλέξουμε | |||
β' πληθ. | ξεπλέξατε | θα ξεπλέξετε | να ξεπλέξετε | ξεπλέξτε | ||
γ' πληθ. | ξέπλεξαν ξεπλέξαν(ε) |
θα ξεπλέξουν(ε) | να ξεπλέξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξεπλέξει | είχα ξεπλέξει | θα έχω ξεπλέξει | να έχω ξεπλέξει | ||
β' ενικ. | έχεις ξεπλέξει | είχες ξεπλέξει | θα έχεις ξεπλέξει | να έχεις ξεπλέξει | έχε ξεπλεγμένο | |
γ' ενικ. | έχει ξεπλέξει | είχε ξεπλέξει | θα έχει ξεπλέξει | να έχει ξεπλέξει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεπλέξει | είχαμε ξεπλέξει | θα έχουμε ξεπλέξει | να έχουμε ξεπλέξει | ||
β' πληθ. | έχετε ξεπλέξει | είχατε ξεπλέξει | θα έχετε ξεπλέξει | να έχετε ξεπλέξει | έχετε ξεπλεγμένο | |
γ' πληθ. | έχουν ξεπλέξει | είχαν ξεπλέξει | θα έχουν ξεπλέξει | να έχουν ξεπλέξει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) ξεπλεγμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) ξεπλεγμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) ξεπλεγμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) ξεπλεγμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεπλέκομαι | ξεπλεκόμουν(α) | θα ξεπλέκομαι | να ξεπλέκομαι | ||
β' ενικ. | ξεπλέκεσαι | ξεπλεκόσουν(α) | θα ξεπλέκεσαι | να ξεπλέκεσαι | (ξεπλέκου) | |
γ' ενικ. | ξεπλέκεται | ξεπλεκόταν(ε) | θα ξεπλέκεται | να ξεπλέκεται | ||
α' πληθ. | ξεπλεκόμαστε | ξεπλεκόμαστε ξεπλεκόμασταν |
θα ξεπλεκόμαστε | να ξεπλεκόμαστε | ||
β' πληθ. | ξεπλέκεστε | ξεπλεκόσαστε ξεπλεκόσασταν |
θα ξεπλέκεστε | να ξεπλέκεστε | (ξεπλέκεστε) | |
γ' πληθ. | ξεπλέκονται | ξεπλέκονταν ξεπλεκόντουσαν |
θα ξεπλέκονται | να ξεπλέκονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεπλέχτηκα | θα ξεπλεχτώ | να ξεπλεχτώ | ξεπλεχτεί | ||
β' ενικ. | ξεπλέχτηκες | θα ξεπλεχτείς | να ξεπλεχτείς | ξεπλέξου | ||
γ' ενικ. | ξεπλέχτηκε | θα ξεπλεχτεί | να ξεπλεχτεί | |||
α' πληθ. | ξεπλεχτήκαμε | θα ξεπλεχτούμε | να ξεπλεχτούμε | |||
β' πληθ. | ξεπλεχτήκατε | θα ξεπλεχτείτε | να ξεπλεχτείτε | ξεπλεχτείτε | ||
γ' πληθ. | ξεπλέχτηκαν ξεπλεχτήκαν(ε) |
θα ξεπλεχτούν(ε) | να ξεπλεχτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ξεπλεχτεί | είχα ξεπλεχτεί | θα έχω ξεπλεχτεί | να έχω ξεπλεχτεί | ξεπλεγμένος | |
β' ενικ. | έχεις ξεπλεχτεί | είχες ξεπλεχτεί | θα έχεις ξεπλεχτεί | να έχεις ξεπλεχτεί | ||
γ' ενικ. | έχει ξεπλεχτεί | είχε ξεπλεχτεί | θα έχει ξεπλεχτεί | να έχει ξεπλεχτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεπλεχτεί | είχαμε ξεπλεχτεί | θα έχουμε ξεπλεχτεί | να έχουμε ξεπλεχτεί | ||
β' πληθ. | έχετε ξεπλεχτεί | είχατε ξεπλεχτεί | θα έχετε ξεπλεχτεί | να έχετε ξεπλεχτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεπλεχτεί | είχαν ξεπλεχτεί | θα έχουν ξεπλεχτεί | να έχουν ξεπλεχτεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι ξεπλεγμένος - είμαστε, είστε, είναι ξεπλεγμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν ξεπλεγμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν ξεπλεγμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι ξεπλεγμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι ξεπλεγμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι ξεπλεγμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι ξεπλεγμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξεπλέκω