Ετυμολογία

επεξεργασία
ξεπλέκω < μεσαιωνική ελληνική ξεπλέκω < ξε και αρχαία ελληνική πλέκω

ξεπλέκω

  1. ξηλώνω, αναλύω ένα πλεκτό στην πρώτη του ύλη, χαλάω το πλέξιμο για να το ξαναπλέξω καλύτερα ή για να χρησιμοποιήσω αλλού το μαλλί
  2. λύνω τις πλεξούδες των μαλλιών μου ή γενικά τα αφήνω ελεύθερα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία