↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξεπαραδιασμένος η ξεπαραδιασμένη το ξεπαραδιασμένο
      γενική του ξεπαραδιασμένου της ξεπαραδιασμένης του ξεπαραδιασμένου
    αιτιατική τον ξεπαραδιασμένο την ξεπαραδιασμένη το ξεπαραδιασμένο
     κλητική ξεπαραδιασμένε ξεπαραδιασμένη ξεπαραδιασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξεπαραδιασμένοι οι ξεπαραδιασμένες τα ξεπαραδιασμένα
      γενική των ξεπαραδιασμένων των ξεπαραδιασμένων των ξεπαραδιασμένων
    αιτιατική τους ξεπαραδιασμένους τις ξεπαραδιασμένες τα ξεπαραδιασμένα
     κλητική ξεπαραδιασμένοι ξεπαραδιασμένες ξεπαραδιασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ξεπαραδιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξεπαραδιάζω

ξεπαραδιασμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία