Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεπαραδιάζω < ξε- + παράς (παράδες)

  Ρήμα επεξεργασία

ξεπαραδιάζω

  • το να κάνω κάποιον να ξοδέψει όλα του τα λεφτά

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία