↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξεπαγιασμένος η ξεπαγιασμένη το ξεπαγιασμένο
      γενική του ξεπαγιασμένου της ξεπαγιασμένης του ξεπαγιασμένου
    αιτιατική τον ξεπαγιασμένο την ξεπαγιασμένη το ξεπαγιασμένο
     κλητική ξεπαγιασμένε ξεπαγιασμένη ξεπαγιασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξεπαγιασμένοι οι ξεπαγιασμένες τα ξεπαγιασμένα
      γενική των ξεπαγιασμένων των ξεπαγιασμένων των ξεπαγιασμένων
    αιτιατική τους ξεπαγιασμένους τις ξεπαγιασμένες τα ξεπαγιασμένα
     κλητική ξεπαγιασμένοι ξεπαγιασμένες ξεπαγιασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ξεπαγιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξεπαγιάζω

ξεπαγιασμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία