↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξενοραμμένος η ξενοραμμένη το ξενοραμμένο
      γενική του ξενοραμμένου της ξενοραμμένης του ξενοραμμένου
    αιτιατική τον ξενοραμμένο την ξενοραμμένη το ξενοραμμένο
     κλητική ξενοραμμένε ξενοραμμένη ξενοραμμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξενοραμμένοι οι ξενοραμμένες τα ξενοραμμένα
      γενική των ξενοραμμένων των ξενοραμμένων των ξενοραμμένων
    αιτιατική τους ξενοραμμένους τις ξενοραμμένες τα ξενοραμμένα
     κλητική ξενοραμμένοι ξενοραμμένες ξενοραμμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ξενοραμμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξενοράβω

ξενοραμμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία