ξενοραμμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξενοραμμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξενοράβω
Μετοχή
επεξεργασίαξενοραμμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ξενοράβω
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξενοραμμένος
|
ξενοραμμένος, -η, -ο
|