ξενοράβω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαξενοράβω
- ράβω τα ρούχα άλλων για βιοποριστικούς λόγους
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξενοράβω | ξενόραβα | θα ξενοράβω | να ξενοράβω | ξενοράβοντας | |
β' ενικ. | ξενοράβεις | ξενόραβες | θα ξενοράβεις | να ξενοράβεις | ξενόραβε | |
γ' ενικ. | ξενοράβει | ξενόραβε | θα ξενοράβει | να ξενοράβει | ||
α' πληθ. | ξενοράβουμε | ξενοράβαμε | θα ξενοράβουμε | να ξενοράβουμε | ||
β' πληθ. | ξενοράβετε | ξενοράβατε | θα ξενοράβετε | να ξενοράβετε | ξενοράβετε | |
γ' πληθ. | ξενοράβουν(ε) | ξενόραβαν ξενοράβαν(ε) |
θα ξενοράβουν(ε) | να ξενοράβουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξενόραψα | θα ξενοράψω | να ξενοράψω | ξενοράψει | ||
β' ενικ. | ξενόραψες | θα ξενοράψεις | να ξενοράψεις | ξενόραψε | ||
γ' ενικ. | ξενόραψε | θα ξενοράψει | να ξενοράψει | |||
α' πληθ. | ξενοράψαμε | θα ξενοράψουμε | να ξενοράψουμε | |||
β' πληθ. | ξενοράψατε | θα ξενοράψετε | να ξενοράψετε | ξενοράψτε | ||
γ' πληθ. | ξενόραψαν ξενοράψαν(ε) |
θα ξενοράψουν(ε) | να ξενοράψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξενοράψει | είχα ξενοράψει | θα έχω ξενοράψει | να έχω ξενοράψει | ||
β' ενικ. | έχεις ξενοράψει | είχες ξενοράψει | θα έχεις ξενοράψει | να έχεις ξενοράψει | ||
γ' ενικ. | έχει ξενοράψει | είχε ξενοράψει | θα έχει ξενοράψει | να έχει ξενοράψει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξενοράψει | είχαμε ξενοράψει | θα έχουμε ξενοράψει | να έχουμε ξενοράψει | ||
β' πληθ. | έχετε ξενοράψει | είχατε ξενοράψει | θα έχετε ξενοράψει | να έχετε ξενοράψει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξενοράψει | είχαν ξενοράψει | θα έχουν ξενοράψει | να έχουν ξενοράψει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξενοράβω
|