ξενοκοιμισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξενοκοιμισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξενοκοιμάμαι και ξενοκοιμούμαι
Μετοχή επεξεργασία
ξενοκοιμισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ξενοκοιμάμαι
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξενοκοιμισμένος
|