Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεμπλοκάρισμα τα ξεμπλοκαρίσματα
      γενική του ξεμπλοκαρίσματος των ξεμπλοκαρισμάτων
    αιτιατική το ξεμπλοκάρισμα τα ξεμπλοκαρίσματα
     κλητική ξεμπλοκάρισμα ξεμπλοκαρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεμπλοκάρισμα < ξεμπλοκάρ(ω) + -ισμα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kse.bloˈka.ɾiz.ma/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξεμπλοκάρισμα ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία