ξεμπλοκάρισμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξεμπλοκάρισμα < ξεμπλοκάρ(ω) + -ισμα
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kse.bloˈka.ɾiz.ma/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξεμπλοκάρισμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ξεμπλοκάρω
- η απελευθέρωση ενός σημείου σε ένα μηχανισμό ή σύστημα που είχε μπλοκαριστεί
- το ξεκόλλημα του μυαλού, η απελευθέρωση του μυαλού από κάτι που εμπόδιζε τη δημιουργική λειτουργία του, η αποδέσμευση του νου