Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ξεμαθημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ξεμαθημέν
ος
η
ξεμαθημέν
η
το
ξεμαθημέν
ο
γενική
του
ξεμαθημέν
ου
της
ξεμαθημέν
ης
του
ξεμαθημέν
ου
αιτιατική
τον
ξεμαθημέν
ο
την
ξεμαθημέν
η
το
ξεμαθημέν
ο
κλητική
ξεμαθημέν
ε
ξεμαθημέν
η
ξεμαθημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ξεμαθημέν
οι
οι
ξεμαθημέν
ες
τα
ξεμαθημέν
α
γενική
των
ξεμαθημέν
ων
των
ξεμαθημέν
ων
των
ξεμαθημέν
ων
αιτιατική
τους
ξεμαθημέν
ους
τις
ξεμαθημέν
ες
τα
ξεμαθημέν
α
κλητική
ξεμαθημέν
οι
ξεμαθημέν
ες
ξεμαθημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ξεμαθημένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
ξεμαθαίνω
Μετοχή
επεξεργασία
ξεμαθημένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
ξεμαθαίνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ξεμαθημένος