↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξεζαλισμένος η ξεζαλισμένη το ξεζαλισμένο
      γενική του ξεζαλισμένου της ξεζαλισμένης του ξεζαλισμένου
    αιτιατική τον ξεζαλισμένο την ξεζαλισμένη το ξεζαλισμένο
     κλητική ξεζαλισμένε ξεζαλισμένη ξεζαλισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξεζαλισμένοι οι ξεζαλισμένες τα ξεζαλισμένα
      γενική των ξεζαλισμένων των ξεζαλισμένων των ξεζαλισμένων
    αιτιατική τους ξεζαλισμένους τις ξεζαλισμένες τα ξεζαλισμένα
     κλητική ξεζαλισμένοι ξεζαλισμένες ξεζαλισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ξεζαλισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξεζαλίζω, ξεζαλίζομαι

ξεζαλισμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία