Ετυμολογία

επεξεργασία
ξεζαλίζω < ξε- στερητικό + ζαλίζω

ξεζαλίζω, πρτ.: ξεζάλιζα, στ.μέλλ.: θα ξεζαλίσω, αόρ.: ξεζάλισα, παθ.φωνή: ξεζαλίζομαι, μτχ.π.π.: ξεζαλισμένος

  1. (μεταβατικό) διώχνω τη ζάλη από κάποιον
  2. (μέσης διάθεσης) ξεζαλίζομαι: μου φεύγει η ζάλη, ξεκαθαρίζει το μυαλό μου

  Μεταφράσεις

επεξεργασία