ξεζαλίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαξεζαλίζω, πρτ.: ξεζάλιζα, στ.μέλλ.: θα ξεζαλίσω, αόρ.: ξεζάλισα, παθ.φωνή: ξεζαλίζομαι, μτχ.π.π.: ξεζαλισμένος
- (μεταβατικό) διώχνω τη ζάλη από κάποιον
- (μέσης διάθεσης) ξεζαλίζομαι: μου φεύγει η ζάλη, ξεκαθαρίζει το μυαλό μου
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεζαλίζω | ξεζάλιζα | θα ξεζαλίζω | να ξεζαλίζω | ξεζαλίζοντας | |
β' ενικ. | ξεζαλίζεις | ξεζάλιζες | θα ξεζαλίζεις | να ξεζαλίζεις | ξεζάλιζε | |
γ' ενικ. | ξεζαλίζει | ξεζάλιζε | θα ξεζαλίζει | να ξεζαλίζει | ||
α' πληθ. | ξεζαλίζουμε | ξεζαλίζαμε | θα ξεζαλίζουμε | να ξεζαλίζουμε | ||
β' πληθ. | ξεζαλίζετε | ξεζαλίζατε | θα ξεζαλίζετε | να ξεζαλίζετε | ξεζαλίζετε | |
γ' πληθ. | ξεζαλίζουν(ε) | ξεζάλιζαν ξεζαλίζαν(ε) |
θα ξεζαλίζουν(ε) | να ξεζαλίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεζάλισα | θα ξεζαλίσω | να ξεζαλίσω | ξεζαλίσει | ||
β' ενικ. | ξεζάλισες | θα ξεζαλίσεις | να ξεζαλίσεις | ξεζάλισε | ||
γ' ενικ. | ξεζάλισε | θα ξεζαλίσει | να ξεζαλίσει | |||
α' πληθ. | ξεζαλίσαμε | θα ξεζαλίσουμε | να ξεζαλίσουμε | |||
β' πληθ. | ξεζαλίσατε | θα ξεζαλίσετε | να ξεζαλίσετε | ξεζαλίστε | ||
γ' πληθ. | ξεζάλισαν ξεζαλίσαν(ε) |
θα ξεζαλίσουν(ε) | να ξεζαλίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξεζαλίσει | είχα ξεζαλίσει | θα έχω ξεζαλίσει | να έχω ξεζαλίσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξεζαλίσει | είχες ξεζαλίσει | θα έχεις ξεζαλίσει | να έχεις ξεζαλίσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξεζαλίσει | είχε ξεζαλίσει | θα έχει ξεζαλίσει | να έχει ξεζαλίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεζαλίσει | είχαμε ξεζαλίσει | θα έχουμε ξεζαλίσει | να έχουμε ξεζαλίσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξεζαλίσει | είχατε ξεζαλίσει | θα έχετε ξεζαλίσει | να έχετε ξεζαλίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεζαλίσει | είχαν ξεζαλίσει | θα έχουν ξεζαλίσει | να έχουν ξεζαλίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξεζαλίζω
|