↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξανθούλης η ξανθούλα το ξανθούλικο
      γενική του ξανθούλη της ξανθούλας του ξανθούλικου
    αιτιατική τον ξανθούλη την ξανθούλα το ξανθούλικο
     κλητική ξανθούλη ξανθούλα ξανθούλικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξανθούληδες οι ξανθούλες τα ξανθούλικα
      γενική των ξανθούληδων των ξανθούλικων
    αιτιατική τους ξανθούληδες τις ξανθούλες τα ξανθούλικα
     κλητική ξανθούληδες ξανθούλες ξανθούλικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ξανθούλης < ξανθ(ός) + υποκοριστικό επίθημα -ούλης

  Επίθετο

επεξεργασία

ξανθούλης, -ούλα, -ούλιο

  1. σχετικά ξανθός
  2. (χαϊδευτικά) ο ξανθός

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία