ξανθούλης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ξανθούλης | η | ξανθούλα | το | ξανθούλικο |
γενική | του | ξανθούλη | της | ξανθούλας | του | ξανθούλικου |
αιτιατική | τον | ξανθούλη | την | ξανθούλα | το | ξανθούλικο |
κλητική | ξανθούλη | ξανθούλα | ξανθούλικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ξανθούληδες | οι | ξανθούλες | τα | ξανθούλικα |
γενική | των | ξανθούληδων | — | των | ξανθούλικων | |
αιτιατική | τους | ξανθούληδες | τις | ξανθούλες | τα | ξανθούλικα |
κλητική | ξανθούληδες | ξανθούλες | ξανθούλικα | |||
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ξανθούλης < ξανθ(ός) + υποκοριστικό επίθημα -ούλης
Επίθετο
επεξεργασίαξανθούλης, -ούλα, -ούλιο
- σχετικά ξανθός
- (χαϊδευτικά) ο ξανθός