ξανθούλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ξανθούλα | οι | ξανθούλες |
γενική | της | ξανθούλας | — | |
αιτιατική | την | ξανθούλα | τις | ξανθούλες |
κλητική | ξανθούλα | ξανθούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαξανθούλα θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξανθούλα