ξαναπερασμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξαναπερασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξαναπερνώ
Μετοχή επεξεργασία
ξαναπερασμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ξαναπερνώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξαναπερασμένος
|
ξαναπερασμένος, -η, -ο
|