↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξαναγυρισμένος η ξαναγυρισμένη το ξαναγυρισμένο
      γενική του ξαναγυρισμένου της ξαναγυρισμένης του ξαναγυρισμένου
    αιτιατική τον ξαναγυρισμένο την ξαναγυρισμένη το ξαναγυρισμένο
     κλητική ξαναγυρισμένε ξαναγυρισμένη ξαναγυρισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξαναγυρισμένοι οι ξαναγυρισμένες τα ξαναγυρισμένα
      γενική των ξαναγυρισμένων των ξαναγυρισμένων των ξαναγυρισμένων
    αιτιατική τους ξαναγυρισμένους τις ξαναγυρισμένες τα ξαναγυρισμένα
     κλητική ξαναγυρισμένοι ξαναγυρισμένες ξαναγυρισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ξαναγυρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξαναγυρίζω

ξαναγυρισμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία