Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
νυφιάτικος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Επίθετο
1.3.1
Άλλες μορφές
1.3.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
νυφιάτικ
ος
η
νυφιάτικ
η
το
νυφιάτικ
ο
γενική
του
νυφιάτικ
ου
της
νυφιάτικ
ης
του
νυφιάτικ
ου
αιτιατική
τον
νυφιάτικ
ο
τη
νυφιάτικ
η
το
νυφιάτικ
ο
κλητική
νυφιάτικ
ε
νυφιάτικ
η
νυφιάτικ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
νυφιάτικ
οι
οι
νυφιάτικ
ες
τα
νυφιάτικ
α
γενική
των
νυφιάτικ
ων
των
νυφιάτικ
ων
των
νυφιάτικ
ων
αιτιατική
τους
νυφιάτικ
ους
τις
νυφιάτικ
ες
τα
νυφιάτικ
α
κλητική
νυφιάτικ
οι
νυφιάτικ
ες
νυφιάτικ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
νυφιάτικος
<
νύφη
+
-ιάτικος
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
niˈfça.ti.kos
/
τυπογραφικός συλλαβισμός
:
νυ
‐
φιά
‐
τι
‐
κος
Επίθετο
επεξεργασία
νυφιάτικος
που έχει
σχέση
με
νύφη
(ή
γάμο
) ή αναφέρεται σ’ αυτά
Άλλες μορφές
επεξεργασία
νυφικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
νυφιάτικος
→
δείτε
τη
λέξη
νυφικός