νυφιάτικων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίανυφιάτικων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του νυφιάτικος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του νυφιάτικος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του νυφιάτικος
νυφιάτικων