ντουντούκα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ντουντούκα | οι | ντουντούκες |
γενική | της | ντουντούκας | — | |
αιτιατική | την | ντουντούκα | τις | ντουντούκες |
κλητική | ντουντούκα | ντουντούκες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ντουντούκα < (άμεσο δάνειο) τουρκική düdük + -α
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ντουντούκα θηλυκό
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ντουντούκα