porte-voix
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
porte-voix | porte-voix |
porte-voix (fr) αρσενικό άκλιτο
- ο τηλεβόας
- το φερέφωνο
- το χωνί
- η ντουντούκα