ενικός         πληθυντικός  
mégaphone mégaphones

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

mégaphone (fr) αρσενικό

  1. ο τηλεβόας
  2. τo μεγάφωνο


Δείτε επίσης

επεξεργασία
Εάν ψάχνατε τη λέξη μεγάφωνο, δείτε: haut-parleur.