↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ντουμπλές οι ντουμπλέδες
      γενική του ντουμπλέ των ντουμπλέδων
    αιτιατική τον ντουμπλέ τους ντουμπλέδες
     κλητική ντουμπλέ ντουμπλέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ντουμπλές < γαλλική double < λατινική duplus

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ντουμπλές αρσενικό

  1. (σπάνιο) κάτι που αποτελείται από δύο κομμάτια ή τμήματα ή επαναλαμβάνεται
  2. (σπάνιο, ειδικότερα) μεταλλική επιφάνεια επιχρισμένη με χρυσό ή άργυρο
    ※  Χασικλίδικο ρεμπέτικο τραγούδι, Εγώ θέλω πριγκιπέσα, (απόσπασμα)
    Θα με κάνει βασιλιά
    πέρα 'κεί στην Αραπιά,
    κι όλα της θα τά 'χω εγώ,
    μάνα μου, να σε χαρώ.
    Δεκαοχτώ βαγόνια λίρες,
    κοκαΐνες και νταμίρες,
    κάθε είδους αργιλέ
    με διαμάντια όλο ντουμπλέ.
    Aulin, S., Vejleskov, P. (1991). Χασικλίδικα ρεμπέτικα: ανθολογία -ανάλυση -σχόλια. Δανία: Museum Tusculanum Press, σελ. 44 @google.books

  Μεταφράσεις

επεξεργασία