ντουμπλές
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαντουμπλές αρσενικό
- (σπάνιο) κάτι που αποτελείται από δύο κομμάτια ή τμήματα ή επαναλαμβάνεται
- (σπάνιο, ειδικότερα) μεταλλική επιφάνεια επιχρισμένη με χρυσό ή άργυρο
- ※ Χασικλίδικο ρεμπέτικο τραγούδι, Εγώ θέλω πριγκιπέσα, (απόσπασμα)
- Θα με κάνει βασιλιά
πέρα 'κεί στην Αραπιά,
κι όλα της θα τά 'χω εγώ,
μάνα μου, να σε χαρώ.
Δεκαοχτώ βαγόνια λίρες,
κοκαΐνες και νταμίρες,
κάθε είδους αργιλέ
με διαμάντια όλο ντουμπλέ.- Aulin, S., Vejleskov, P. (1991). Χασικλίδικα ρεμπέτικα: ανθολογία -ανάλυση -σχόλια. Δανία: Museum Tusculanum Press, σελ. 44 @google.books
- Θα με κάνει βασιλιά
- ※ Χασικλίδικο ρεμπέτικο τραγούδι, Εγώ θέλω πριγκιπέσα, (απόσπασμα)
Μεταφράσεις
επεξεργασία ντουμπλές
|