νουθετημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- νουθετημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου νουθετώ
Μετοχή επεξεργασία
νουθετημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη νουθετώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
νουθετημένος
|
νουθετημένος, -η, -ο
|