Δείτε επίσης: νοτιοαμερικάνικος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νοτιοαμερικανικός η νοτιοαμερικανική το νοτιοαμερικανικό
      γενική του νοτιοαμερικανικού της νοτιοαμερικανικής του νοτιοαμερικανικού
    αιτιατική τον νοτιοαμερικανικό τη νοτιοαμερικανική το νοτιοαμερικανικό
     κλητική νοτιοαμερικανικέ νοτιοαμερικανική νοτιοαμερικανικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νοτιοαμερικανικοί οι νοτιοαμερικανικές τα νοτιοαμερικανικά
      γενική των νοτιοαμερικανικών των νοτιοαμερικανικών των νοτιοαμερικανικών
    αιτιατική τους νοτιοαμερικανικούς τις νοτιοαμερικανικές τα νοτιοαμερικανικά
     κλητική νοτιοαμερικανικοί νοτιοαμερικανικές νοτιοαμερικανικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νοτιοαμερικανικός < νοτιο- + αμερικανικός, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική South American

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /no.ti.o.a.me.ɾi.ka.niˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νο‐τι‐ο‐α‐με‐ρι‐κα‐νι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

νοτιοαμερικανικός, -ή, -ό

  • ο σχετικός με την Νότια Αμερική ή τους νοτιοαμερικανούς

Άλλες γραφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία